Μια μέρα κενή
- Anna Trikkis
- May 2, 2019
- 3 min read
Όλα ξεκίνησαν από μια δουλειά που είχα δεχθεί που είχε ως επακόλουθο να φύγω από τις επιχειρήσεις του πατέρα μου. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα ήθελα και κατέληξα άνεργη. Την πρώτη μέρα μου έρχεται η ιδέα να ξεκινήσω κάτι δικό μου. Κάτι που είχα πιάσει από παλιά και να το αναδιαμορφώσω. Να το κάνω πιο προσιτό και χρήσιμο.
Η δουλειά που δέχθηκα ήταν σε μια φόρεξ εταιρεία στο τμήμα των πωλήσεων. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης όλα έβαιναν καλώς αφού αναδεικνύονταν τα προσόντα που είχα όπως η καθαρή φωνή, το πείσμα και η θέληση για δουλειά. Ήταν για τη θέση υπεύθυνης πωλήσεων αλλά όλοι ήταν υπεύθυνοι εκεί. Η εκπαίδευση τελείωσε και την τελευταία μέρα έπρεπε να περάσουμε από δοκιμαστικό έναν προς έναν. Αφού τελείωσε το δοκιμαστικό μας μαζέψαν σε ένα δωμάτιο και μας είπαν πως όλοι έχουμε λάθη στον τρόπο που προσεγγίζουμε τον πελάτη και αν δεν τα βελτιώσουμε θα φύγουμε. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε αυτή η προσπάθειά μου στην εταιρεία φόρεξ.
Η πρώτη μέρα άρχισε ακούγοντας κλήσεις άλλων για να εξοικειωθούμε και αργότερα μας παρείχαν δικούς μας υπολογιστές σε ένα δωμάτιο ίσα με το σαλόνι μου μαζί με άλλα 30 άτομα που βρώμαγε από την κλεισούρα. Το κατάπια καθώς ήθελα να ανεξαρτητοποιηθώ και να φύγω από τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Εκεί είχα μεν κάποια καθήκοντα αλλά τα έφερνα τόσο γρήγορα εις πέρας που μου έμενε άπλετος χρόνος. Οπόταν στην ουσία δεν έκανα τίποτα όλη μέρα και βαρέθηκα. Αφού είχα άπλετο χρόνο άρχισα να στέλνω βιογραφικά σε άλλες δουλειές που ίσως μου ταίριαζαν περισσότερο, και ακόμη το κάνω.
Ξεκινώντας λοιπόν αυτήν την εμπειρία μας έβαλαν να καθίσαμε στους υπολογιστές και μας έδωσαν ένα πελατολόγιο 50 ατόμων για να αρχίσουμε να καλούμε επί τρείς φορές καθημερινά και σε περίπτωση που απαντήσουν να πούμε αυτά που μάθαμε: τρόπους αντίστασης στα δεν ενδιαφέρομαι των πελατών και άλλες αντιστάσεις στις απαντήσεις του τύπου δεν έχω λεφτά, δεν έχω χρόνο και άλλα. Σχεδόν τα αποστήθισα αλλά πάντα κρατούσα τις σημειώσεις μπροστά μου για κάθε ενδεχόμενο. Είχα αποστηθίσει και τα όσα έλεγε η ιστοσελίδα για τον τρόπο που λειτουργούσε η εταιρεία. Οι μέρες περνούσαν.
Κάποιοι από τους συναδέλφους μου, μετά από μια συζήτηση μαζί τους, μου είπαν πως είναι απόφοιτοι πανεπιστημίων που δεν έβρισκαν δουλειά και δούλευαν παλιότερα ως γκαρσόνια ή ως πωλητές σε καταστήματα ειδών ένδυσης. Δεν αποθαρρύνθηκα. Ο παππούς μου ποτέ δεν με άφησε να δουλέψω ως γκαρσόνι για δικούς του λόγους. Αν δεν είχα και αυτόν είμαι σίγουρη πως θα περνούσα και εγώ από αυτά τα στέκια. Συνέχισα ακάθεκτη με σκοπό να κλείσω πελάτη και να με βάλουν στις λίστες των πελατών που όντως ενδιαφέρονταν για αυτές τις υπηρεσίες που προσφέραμε που δεν ήταν τίποτε άλλο από την αγορά μετοχών και άλλων στοιχείων υπό την μορφή cfd. Δηλαδή δεν τα αγοράζεις ακριβώς, απλώς ανταλλάσσεις την αξία τους εικονικά και κερδίζεις από τις αυξομειώσεις στην τιμή τους, κάπως έτσι μεταφρασμένο στα ελληνικά. Ήταν καθαρός τζόγος για αυτούς που δεν γνώριζαν καλά την αγορά.
Καθώς περνούσαν οι μέρες απολάμβανα το μεσημεριανό μου διάλλειμα με τους συναδέλφους μου οι οποίοι λέγανε διάφορα για τους ιδιοκτήτες της εταιρείας που με προσέλαβε. Είχα μια φίλη η οποία τελείωσε δικηγόρος αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να βρει δουλειά στην Κύπρο γιατί δεν γνώριζε ελληνικά αλλά έφυγε νωρίς από την εταιρεία. Λυπήθηκα αλλά είχα κάνει νέους φίλους. Μια μέρα πήγαμε να φάμε στον Λιβανέζο, ένα εστιατόριο δίπλα από την δουλειά και κοκορευόμουν για το πτυχίο μου και την χρήση του διαδικτύου και για το ότι όπου πήγαινα πλήρωνα με την νέα εφαρμογή του κινητού που διαφήμιζαν για να ακολουθώ τη μόδα και να κάνω εντύπωση. Εκείνη την μέρα ο λογαριασμός μου ήταν κάτω από 5 ευρώ και ο ιδιοκτήτης μου είπε τα δίνω άλλη μέρα.

Οι μέρες περνούσαν και διώξανε και ένα συνάδελφο μου ήμασταν μαζί στην εκπαίδευση και ήταν λίγο πιο μεγάλος σε ηλικία αλλά πάλι δεν πτοήθηκα. Συνέχιζα να καλώ μέχρι να φτάσω στο φωνοκιβώτιο κάθε φορά. Κάποιες φορές μου το κλείνανε ή το αφήναν ανοικτό και δεν μιλούσαν, άλλες δεν ενδιαφέρονταν. Μόνο μια φορά κατάφερα να πάρω μελάτη στην κατάθεση χρημάτων αλλά δεν είχε χρήματα, γκαντεμιά.
Έτσι το αποφάσισα μια μέρα. Δεν παράγγειλα τον συνηθισμένο μου καφέ με τους συναδέλφους όπου μας φέρνανε χαρτάκια που γράφανε ένα στοίχο αισιοδοξίας, αλλά μου έδωσαν ένα γιατί γνώριζαν πόσο μου άρεσε να τα διαβάζω κάθε μέρα, να χαμογελώ και να τα βάζω γύρω από το πληκτρολόγιό μου. Έγραφε, ‘δεν θα δεις ποτέ το ουράνιο τόξο αν κοιτάζεις χαμηλά’. Το πάλεψα ακόμη λίγο εκείνη την μέρα αλλά δεν άντεξα. Πήγα στην υπεύθυνη και της είπα, ‘θέλω να παραιτηθώ, νιώθω πως δεν κάνω τίποτα’, καθώς σχολίαζαν προηγουμένως με την άλλη υπεύθυνη πως καμιά θέση δεν είναι σίγουρη και οι νέοι που φέραμε επαναπαύτηκαν. Από τους τέσσερις μείναμε δύο και έφεραν άλλους δύο και εκπαίδευαν συνεχώς, κάθε βδομάδα σχεδόν.
Πήγαμε ξανά στον Λιβανέζο εκείνη την μέρα, έφαγα, τον ξεχρέωσα και έφυγα.
Comments